- ωστισμός
- ὁ, Α [ὠστίζομαι](κατά τον Μοίρ.) «ὠστισμός, ὠθισμὸς Ἀττικοί, ὠσμὸς Ἕλληνες».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠστισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek